ξαναπαντρεύομαι

ξαναπαντρεύομαι
παντρεύομαι ξανά, έρχομαι σε δεύτερο γάμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δευτεροπαντρεύομαι — ξαναπαντρεύομαι …   Dictionary of Greek

  • δευτερώνω — (AM δευτερῶ, όω) 1. κάνω κάτι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω 2. γίνομαι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνομαι («θα δευτερώσει το κακό», «τοῡ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον φαραὼ δίς») νεοελλ. 1. οργώνω δεύτερη φορά, δευτερίζω 2. αφήνω τον αντίπαλο δεύτερο, τόν… …   Dictionary of Greek

  • διγαμώ — διγαμῶ ( έω) (Μ) [δίγαμος] έρχομαι σε δεύτερο γάμο, ξαναπαντρεύομαι …   Dictionary of Greek

  • μεταπανδρεύομαι — και ματαπανδρεύομαι και ματαπαντρεύομαι (Μ μεταπανδρεύομαι) ξαναπαντρεύομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”